παρενοχλοῦσαν

παρενοχλοῦσαν
παρενοχλέω
cause
pres part act fem acc sg (attic epic doric)
παρενοχλέω
cause
pres part act fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αλδουίνος — (6ος αι. μ.Χ.). Λομβαρδός βασιλιάς, σύμμαχος του Ιουστινιανού. Όταν ο αυτοκράτορας του παραχώρησε μέρος της Πανονίας, ο Α. στράφηκε εναντίον των Γεπιδών ή Γηπαιδών, τους οποίους και υπέταξε. Η νίκη αυτή εξυπηρετούσε τους Βυζαντινούς, γιατί οι… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Μαρδαΐτες — Ορεινό φύλο που κατοικούσε στα βουνά της Συρίας κατά τη βυζαντινή περίοδο. Ήταν χριστιανοί (κατά τη γνώμη ορισμένων ιστορικών Ελληνοσύροι) και αποτέλεσαν ανταρτικά σώματα (μ. σημαίνει αντάρτης στα αραβικά) που εξυπηρέτησαν το Βυζάντιο μετά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”